- Τσικνοπέμπτη
- Ονομασία της ημέρας Πέμπτης της Κρεατνής ή κατ’ άλλους Τυρινής. Προέρχεται από τη λέξη τσίκνα, τη μυρωδιά δηλαδή του ψημένου κρέατος, που κάθε οικογένεια συνηθίζει να τρώει την ημέρα αυτή. Επειδή τις ημέρες της Τυροφάγου Δευτέρα, Τετάρτη, Παρασκευή και Σάββατο (Ψυχοσάββατο) νηστεύουν, η Τ. παίρνει γιορταστικό χαρακτήρα, αφού μάλιστα πρόκειται να ακολουθήσει και η πολυήμερη νηστεία της Σαρακοστής. Στα Δωδεκάνησα η Τ. λέγεται Τσικνόπεφτο, ενώ στην Κεφαλονιά Μουρδουλοπέφτη.
* * *και Τσικνοπέφτη, η, Νη Πέμπτη τής δεύτερης εβδομάδας τής αποκριάς, κατά την οποία όλα τα σπίτια έψηναν κρέας ή έλειωναν το λίπος από τα χοιρινά και η τσίκνα ήταν διάχυτη παντού.[ΕΤΥΜΟΛ. < τσίκνα + Πέμπτη].
Dictionary of Greek. 2013.